Ανάρτηση Χ
Ο ρόλος της παπαγαλίας στη διδασκαλία της άγνοιας
Είναι γνωστό ότι το πρόβλημα της παπαγαλίας, ή μηχανικής απομνημόνευσης, ταλανίζει το εκπαιδευτικό μας σύστημα τώρα και 25 τουλάχιστον χρόνια και ότι αντί να αμβλύνεται οξύνεται. Το φαινόμενο είναι τόσο συνηθισμένο, ώστε πλέον δεν ξενίζει. Και όχι μόνο δεν παίρνονται συγκεκριμένα μέτρα για την καταπολέμησή του, αλλά εμφανίζονται σημάδια προσαρμογής του εκπαιδευτικού μας συστήματος στη κατάσταση αυτή, όπως η υποβάθμιση, ή και κατάργηση, διαδικασιών που καλλιεργούν την κριτική ικανότητα της σκέψης και τη λογική συμπερασματολογία, όπως οι αποδείξεις στα μαθηματικά και τις άλλες θετικές επιστήμες.
Ταυτόχρονα δεν είναι λίγοι αυτοί που θεωρούν ότι «τουλάχιστον καλλιεργεί τη μνήμη»!!. Τι είναι όμως η παπαγαλία; Είναι εχθρός της μάθησης και γιατί; Ποιοι είναι οι παράγοντες που της επιτρέπουν να ευδοκιμεί; Η μηχανική αναπαραγωγή λόγου έχει γλωσσικά εξωτερικά χαρακτηριστικά, αφού κάποιος μιλάει. Αν όμως η χρήση γλώσσας προϋποθέτει σκέψη, τότε πώς είναι δυνατόν να μιλάει κάποιος χωρίς να σκέφτεται; Πως είναι δυνατή μια ανοητική χρήση της γλώσσας; Το φαινόμενο απαιτεί ερμηνεία.
1. Οι ενδείξεις
Ο εκφυλισμός και η παρακμή των εκπαιδευτικών συστημάτων των χωρών από τις οποίες παραδοσιακά η χώρα μας αντλεί τα πρότυπά της, είναι γεγονός διαπιστωμένο ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 1970. Ο Κρίστοφερ Λας, περιέγραφε την παρακμή του αμερικανικού εκπαιδευτικού συστήματος ήδη από το 1979 ως έξής: «Η σύγχρονη κοινωνία, αν και κατάφερε να δημιουργήσει ένα χωρίς προηγούμενο επίπεδο τυπικής εκπαίδευσης, παρήγαγε ταυτόχρονα νέες μορφές αμάθειας. Ολοένα και πιο δύσκολα οι άνθρωποι χειρίζονται τη γλώσσα τους με άνεση και ακρίβεια, ολοένα και λιγότερο θυμούνται τα βασικά γεγονότα της ιστορίας της χώρας τους, ολοένα και πιο δύσκολα είναι σε θέση να κάνουν λογικές αφαιρέσεις ή να κατανοούν γραπτά κείμενα έκτός από τα υποτυπώδη».[1]
Μια εικοσιπενταετία μετά, η παρακμή έχει βαθύνει ακόμα περισσότερο:
«Το φάντασμα του ιστορικού αναλφαβητισμού πλανιέται πάνω από τα αμερικανικά πανεπιστήμια. Το δείγμα ήταν 14.000 φοιτητές από 50 κολέγια και πανεπιστήμια: Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι ύστερα από τέσσερα χρόνια σπουδών, με κόστος για κάθε φοιτητή 200.000 δολάρια κατά μέσο όρο, οι απόφοιτοι γνωρίζουν για την αμερικανική ιστορία μόλις 1,5% περισσότερα απ’ ό,τι οι πρωτοετείς. Σε αρκετά από τα πιο ακριβά και φημισμένα πανεπιστήμια (Μπράουν, Τζορτζτάουν, Γέιλ), οι τεταρτοετείς γνωρίζουν λιγότερα και από τους πρωτοετείς, δηλαδή έχουν ξεχάσει και αυτά που έμαθαν στο Λύκειο. Το φαινόμενο αυτό αποδίδεται με τον όρο αρνητική μάθηση»[2]!
Ανάλογες διαπιστώσεις έχουν γίνει και για το Γαλλικό εκπαιδευτικό σύστημα: Η Λιλιάν Λυρσά, ερευνήτρια των επιστημών της εκπαίδευσης αναφέρει ότι «Το 1983, η Διεύθυνση Εκπαίδευσης της Νίκαιας πραγματοποίησε μια έρευνα μεταξύ 12.000 μαθητών της 6ης τάξης. Απ’ αυτούς το 22,48% δεν ήξερε να διαβάζει και το 71,59% δεν ήταν σε θέση να κατανοήσει μιαν άγνωστη λέξη με βάση τα συμφραζόμενα». Προσθέτοντας με νόημα ότι, «όπως μια θάλασσα χάνεται στην αμμουδιά, το πρόβλημα εξαφανίστηκε, χάρη στο μαγικό ραβδί των ΜΜΕ και της πολιτικής προπαγάνδας. Πάνω στα χαλάσματα της διδασκαλίας, της γραφής και της ανάγνωσης, χτίζεται με βιασύνη το μαζικό σχολείο»[3].
Στη χώρα μας όλες οι μεταρρυθμίσεις ήταν εισαγόμενες από τις μητροπόλεις του καπιταλισμού, και κύρια από τις ΗΠΑ. Ως νέο δόγμα Τρούμαν εισήχθησαν τα αποφόρια του αμερικάνικου εκπαιδευτικού συστήματος, όταν όλα τα δεδομένα έδειχναν ότι εκεί είχαν αποτύχει, με την έννοια ότι είχαν οδηγήσει στα αποτελέσματα που ήδη αναφέραμε. Βεβαίως ο χαρακτηρισμός αποτυχία εμπεριέχει το στοιχείο της ταξικής σκοπιάς από την οποία κρίνει κανείς τα αποτελέσματα μιας μεταρρύθμισης. Στη χώρα μας λοιπόν, «ένα μεγάλο ποσοστό Ελλήνων, το οποίο με βάση ορισμένες έρευνες προσεγγίζει το 50%, όπως αναφέρει η OΛME, έχει σοβαρές αδυναμίες σε τουλάχιστον μία από τις βασικές δεξιότητες του εγγράμματου πολίτη, την ανάγνωση, τη γραφή και την αριθμητική»[4].
Είναι γεγονός ότι όλες οι μεταρρυθμίσεις των τελευταίων τριάντα χρόνων ευαγγελίστηκαν την καλλιέργεια της «κριτικής σκέψης» και της ικανότητας για εφαρμογή των αποκτημένων γνώσεων στη λύση πρακτικών και θεωρητικών προβλημάτων, και ακόμη την κατάργηση της παραπαιδείας. Τίποτα απ’ αυτά δεν ευόδωσε. «Η καθημερινή εμπειρία των διδασκόντων, τα αποτελέσματα των διαφόρων εξετάσεων, αλλά και οι ελάχιστες στη χώρας μας έρευνες, δείχνουν ότι η διδακτική και εξεταστική διαδικασία στηρίζεται σε μεγάλο ποσοστό στη μηχανική μάθηση και σε πολλές περιπτώσεις οδηγεί στην απώλεια ακόμη και αυτής της κοινής λογικής.»[5] Πράγματι, τα δείγματα για απώλεια της κοινής λογικής αποτελούν ένα νέο, φυσικά ανησυχητικό, φαινόμενο: Πρωτοετείς φοιτητές Μαθηματικών Τμημάτων κάνουν πολύ συχνά χρήση του αιτούμενου στις αποδείξεις (χρησιμοποιούν δηλαδή αυτό που θέλουν να αποδείξουν ως δεδομένο στο συλλογισμό τους), και, σε σημαντικό επίσης ποσοστό, έχουν χάσει την ικανότητα διατύπωσης και χειρισμού της άρνησης μιας πρότασης σε περιβάλλον φυσικού λόγου, ενώ τη χειρίζονται σωστά σε περιβάλλον μαθηματικού λόγου. Ουσιαστικά, θυμούνται μηχανικά πώς να διατυπώνουν την άρνηση ενός θεωρήματος όταν επιχειρούν απόδειξη με αναγωγή σε άτοπο, ενώ αποτυγχάνουν στην ίδια λογική πράξη σε προτάσεις της καθομιλούμενης με την ίδια συντακτική δομή.
Προφανώς και δεν πρόκειται για τυχαίες συμπτώσεις. Θα συμφωνήσουμε με την διαπίστωση του Ζ. Κ. Μισεά για τις δυτικές χώρες ότι «Η κρίση του ονομαζόμενου ‘‘δημοκρατικού Σχολείου’’ είναι αξεχώριστη από την κρίση που προσβάλει έκτοτε τη σύγχρονη κοινωνία στο σύνολό της. Η κρίση αυτή προφανέστατα και είναι στοιχείο της ίδιας ιστορικής κίνησης που, εκτός των άλλων αποδιοργανώνει τις οικογένειες, αποσυνθέτει την υλική και τη κοινωνική ύπαρξη των χωριών και των συνοικιών και, γενικά, συμπαρασύρει βαθμιαία όλες τις μορφές κοινωνικότητας των πολιτών οι οποίες πριν μερικές δεκαετίες ακόμη σφράγιζαν σημαντικό μέρος των διανθρώπινων σχέσεων.»[6]
Αληθινό ή Ψεύτικο;
Truth-Track score: 1
Θέλεις να πεις κάτι;
You do not have permissions to edit 🙁